Βιταμίνη D
Η βιταμίνη D διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά σημεία του σώματος, όπως η ανάπτυξη και η επιμετάλλωση των οστών.
Είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη η οποία:
- Βοηθάει στην απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο
- Καταστέλλει την απελευθέρωση παραθορμόνης (PTH), μιας ορμόνης που προκαλεί κινητοποίηση του ασβεστίου από τα οστά προς το αίμα
Μέσω αυτών των δράσεων της η βιταμίνη D βοηθάει τη διατήρηση των επίπεδων ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα, προάγοντας την υγεία των οστών.
Η φυσιολογική της σύνθεση γίνεται στο δέρμα υπό την επίδραση της ακτινοβολίας του ηλίου. Η ποσότητα ακτινοβολίας που χρειάζεται, όμως, για τη σύνθεση επαρκούς ποσότητας βιταμίνης διαφέρει με την εποχή του χρόνου και την ώρα της ημέρας, της ηλικία του ατόμου και τον τόνο του δέρματος του καθώς και υποκείμενα προβλήματα υγείας. Η παραγωγή της ελαττώνεται με την ηλικία. Επιπλέον, άτομα που έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα χρειάζονται περισσότερη έκθεση στον ήλιο για την παραγωγή επαρκούς ποσότητας της.
Μια άλλη σημαντική πηγή βιταμίνης D είναι τα τρόφιμα και συγκεκριμένα τα ψαριά πλούσια σε λιπαρά, το μουρουνέλαιο και (σε μικρότερο βαθμό) στον κρόκο του αυγού. Εκτός αυτών των φυσικών τροφών έχουν κυκλοφορήσει και εμπλουτισμένα τρόφιμα όπως είναι τα δημητριακά ολικής αλέσεως και η μαργαρίνη, τα οποία αποτελούν έναν εύκολο τρόπο να καλύψουμε την προτεινόμενη ημερήσια πρόσληψη. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται η κατανάλωση μουρουνέλαιου το οποίο περιέχει και μεγάλες ποσότητες βιταμίνης Α, η οποία σε υπέρμετρη πρόσληψη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες.
Οι κύριοι λόγοι για χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι:
- Έλλειψη βιταμίνης D στη διατροφή, συχνά σε συνδυασμό με ανεπαρκή έκθεση στον ήλιο
- Αδυναμία απορρόφησης της βιταμίνης D από το έντερο
- Αδυναμία επεξεργασίας της βιταμίνης D λόγω νεφρικής ή ηπατικής νόσου
Ανεπαρκής πρόσληψη: Τα βρέφη, τα παιδιά και οι μεγαλύτεροι ενήλικες διατρέχουν κίνδυνο για χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D λόγω ανεπαρκούς πρόσληψης βιταμίνης D. Το ανθρώπινο μητρικό γάλα περιέχει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και τα περισσότερα βρεφικά παρασκευάσματα δεν περιέχουν επαρκή βιταμίνη D. Οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας συχνά δεν καταναλώνουν αρκετές τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D και ακόμη και όταν καταναλώνουν, η απορρόφηση μπορεί να είναι περιορισμένη.
Ανεπαρκής έκθεση στον ήλιο: Η αποτελεσματικότητα της έκθεσης στον ήλιο για την παραγωγή της βιταμίνης D στο δέρμα ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και την ώρα της ημέρας. Η παραγωγή βιταμίνης D στο δέρμα είναι στο μέγιστο το μεσημέρι, όταν ο ήλιος είναι ακριβώς πάνω από το κεφάλι. Η έκθεση στον ήλιο, όμως, δεν συνιστάται ως πηγή βιταμίνης D για κανέναν, συμπεριλαμβανομένων των βρεφών και των παιδιών, λόγω της αύξησης της πιθανότητας για εμφάνιση καρκίνου του δέρματος. Τέλος, οι ενήλικες που έχουν περιορισμένη έκθεση στον ήλιο διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανεπάρκειας βιταμίνης D, ειδικά εάν έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι παράγουν μειωμένες ποσότητες βιταμίνης D στο δέρμα. Η χρήση αντηλιακού περιορίζει επίσης τη σύνθεση της βιταμίνης D.
Παθήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις που επηρεάζουν την απορρόφηση λίπους: Ορισμένες ασθένειες επηρεάζουν την ικανότητα του σώματος να απορροφά επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D μέσω του εντερικού σωλήνα. Παραδείγματα αυτών περιλαμβάνουν την κοιλιοκάκη, τη νόσο του Crohn και την κυστική ίνωση. Επίσης, η χειρουργική επέμβαση που αφαιρεί ή παρακάμπτει τμήματα του στομάχου ή του εντέρου μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα της.
Νεφρική και ηπατική νόσος: Το ήπαρ και τα νεφρά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μετατροπή της βιταμίνη D στη βιολογικά ενεργή μορφή της. Τα άτομα με χρόνια νεφρική και ηπατική νόσο εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα ενεργού βιταμίνης D επειδή έχουν μειωμένα επίπεδα των συγκεκριμένων ενζύμων.
Οι λιγότερο κοινές αιτίες ανεπάρκειας βιταμίνης D περιλαμβάνουν οικογενείς ή επίκτητες ασθένειες που επηρεάζουν τα ένζυμα στο ήπαρ ή τα νεφρά που δημιουργούν τη βιολογικά ενεργή μορφή της βιταμίνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ανεπαρκείς ποσότητες ενεργής βιταμίνης D.
Οι πιο σοβαρές επιπλοκές της ανεπάρκειας βιταμίνης D είναι το χαμηλό ασβέστιο στο αίμα (υποασβεστιαιμία), ο χαμηλός φωσφόρος στο αίμα (υποφωσφαταιμία), η ραχίτιδα (μαλάκωμα των οστών κατά την παιδική ηλικία) και η οστεομαλακία (μαλάκωμα των οστών στους ενήλικες). Τέτοιες επιπλοκές, όμως, είναι πλέον σπάνιες λόγω του εμπλουτισμού των τροφίμων.
Η «υποκλινική»-σιωπηλή ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συχνή και ορίζεται ως ένα χαμηλότερο από το κανονικό επίπεδο βιταμίνης D που δεν έχει ορατά σημεία ή συμπτώματα. Ωστόσο, η ανεπάρκεια βιταμίνης D συχνά συνδέεται με μειωμένη απορρόφηση ασβεστίου από το γαστρεντερικό, μειωμένη οστική πυκνότητα (οστεοπενία ή οστεοπόρωση) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήπια μείωση του επιπέδου ασβεστίου στο αίμα, αυξημένη παραθορμόνη (η οποία επιταχύνει την οστική απορρόφηση), αυξημένο κίνδυνος πρόκλησης καταγμάτων, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά την ποιότητα ζωής ενός ατόμου.
Η διάγνωση της έλλειψης βιταμίνης D3 μπορεί να γίνει με την ανίχνευση των επιπέδων της 25-υδροξυ-βιταμίνης D ( 25(OH)vitD ), η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την εξέταση της 1,25(ΟΗ)vitD. Αν η εξέταση αίματος τελικά δείξει ότι υπάρχει όντως έλλειψη βιταμίνης D συμβουλευτείτε το θεράποντα ιατρό σας για το τι πρέπει να κάνετε. Σε περίπτωση έναρξης αγωγής με συμπληρώματα βιταμίνης D συστήνεται η επανάληψη της εξέτασης μετά από χρονικό διάστημα 3 μηνών για να εκτιμηθεί το αποτέλεσμα της θεραπείας.